Ετυχε να πέσω μπροστά στον “έλεγχο προόδου” του Τσάβι Ερνάντεζ από την εποχή που τον αξιολογούσαν οι προπονητές της “Μασία” ως 14χρονο ποδοσφαιριστή. Κι όταν άρχισα να διαβάζω σε πόσες κατηγορίες τον έκριναν ως “μέτριο” ή απλά “καλό”, έπιασα τον εαυτό μου να αναλογίζεται πόσοι τεχνικοί διευθυντές ακαδημίας θα τον είχαν προσπεράσει ή απλώς παραμερίσει και διατηρήσει στην ακαδημία δίχως να βάλουν σε προτεραιότητα την προώθησή του.
Στα 14 του, ο Τσάβι, ο οποίος είχε μπει στην ακαδημία της Μπαρτσελόνα σε ηλικία 11 ετών, έδειχνε ήδη μια σειρά από μεγάλες αρετές, αλλά είχε, όπως ήταν και είναι απολύτως φυσιολογικό, μια σειρά “αδυναμίες”.
Στον έλεγχό του, από τον καιρό των 14 ετών, τον αξιολογούσαν ως “αργό” (“οι κινήσεις του είναι αργές και έχει πρόβλημα στην ανάπτυξη ταχύτητας και την έκρηξη”), παρατηρούσαν ότι “χρειάζεται πολλή δουλειά για να βελτιώσει την ευκαμψία του”, χαρακτήριζαν απλώς ως “αποδεκτή” την ικανότητά του στο σουτ, ως “μέση” την επιθετικότητά του, αλλά και την ισορροπία του, και ως αργό τον συντονισμό των κινήσεών του.
Στον έλεγχο του Τσάβι υπήρχαν μια σειρά από θετικές και πολύ θετικές αξιολογήσεις (χαρακτηριζόταν “έξοχος” στο κοντρόλ της μπάλας, “έξοχος” στις τοποθετήσεις του στον χώρο, “εξαιρετικός” στην τεχνική και στην πάσα. Ομως ένα 14χρονο παιδί που “δεν γέμιζε το μάτι”, δεδομένου ότι ήταν 1.65 μ., και δεν ήταν γρήγορο ή εντυπωσιακό στην τελική προσπάθεια είναι πολύ πιθανό να περνούσε “κάτω από το ραντάρ” μιας ακαδημίας που δίνει μεγαλύτερη σημασία στην “σημερινή εικόνα” ενός έφηβου ποδοσφαιριστή και μικρότερη σημασία στην προοπτική και τις “πιθανές δεξιότητες”. Προτού ολοκληρωθεί η ανάπτυξή του κατά την εφηβεία, ο Τσάβι δεν γέμιζε το μάτι· ούτε κυριολεκτικά ούτε ποδοσφαιρικά.
Η διαδικασία της αναγνώρισης, του εντοπισμού πιθανού ταλέντου δεν εστιάζει στο σήμερα αλλά στο αύριο και το μεθαύριο ενός παιδιού που παίζει ποδόσφαιρο. Είναι μια διαδικασία πολύ πιο σύνθετη συγκριτικά με μια απλή και ρηχή αξιολόγηση της απόδοσης ενός παιδιού σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Και η ιστορία του ελέγχου του Τσάβι, ενός των κορυφαίων όλων των εποχών, στην ηλικία των 14 ετών είναι πολύ διδακτική. Τεκμηριώνει τον ισχυρισμό ότι ένα απλό τεστ, μια δοκιμή σε ένα παιχνίδι, ή ακόμη και η εικόνα που κανείς σχηματίζει κατά τη διάρκεια μιας περιόδου για τις προοπτικές ενός παιδιού δεν μπορούν να “αποφασίζουν” με την μορφή απόλυτης κρίσης αν ένα παιδί “κάνει ή όχι” και αν μπορεί ή όχι να φτάσει να παίξει ποδόσφαιρο στο υψηλότερο επίπεδο.